ἀναπαὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπαὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναπαὴ ἡ, Αἴγιν. Ζάκ. Κεφαλλ. Δ.Κρήτ. Κύθηρ. Κύπρ. Πελοπν.(Αἴγ. ᾿Αρκαδ. Βασαρ. Βούρβουρ Γέρμ. Ἦλ. Κορινθ. Λακων. Λάστ. Μάν. Μεγαλόπ. Τρίκκ.) κ.ἀ.- Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀνεπαή Α.Κρήτ. ἀναπὰ Κύπρ. -Λεξ. Μπριγκ. ἀνεπὰ Θήρ. -Λεξ. Μπριγκ. ἀναπᾶς ὁ, Κύπρ. Λυκ. (Λιβυσσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀνεπάην ἀορ. τοῦ ρ. ἀναπαύομαι, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀναπαύω, καθὼς καὶ θαραπάηκα-θαραπαή, ἔλαβα-λαβή, ἔφυγα-φυγὴ κττ. Ἰδ. Γ᾿Χατζιδ. Γλωσσολ. Μελέτ. 1,230 καὶ ἐν ᾿Αθηνᾷ 25 (1918) 290. Τὸ ἀναπά καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,58 (ἔκδ. RDawkins) «ἔσφαξεν τον εἰς τὴν ἀναπὰν» (ἀποχωρητήριον).
Σημασιολογία
1) ᾿Ανάπαυσις ἔνθ’ ἀν.: Ἔχει τὰ καλά του, τὴν ἀναπαή του Βουρβουρ. Ζῇ μὲ ἀναπαἡ Κρήτ. Κύθηρ. Τό ’ρριξε ᾿ς τὸν ὕπνο καὶ ’ς τὴν ἀναπαή Βασαρ. Πουθενὰ δὲ βρίσκω ἀναπαή Αἴγ. Νά ’χα τἠν ἀνεπά σου! Θήρ. Εὑρῆκεν καλὸν ἀναπᾶν Κύπρ. ‖ Παροιμ. Ὁ στύλλος ἔχει τὴν ἀναπαή, μὰ ἔχει καὶ τὴν λιγούρα (ἐπὶ τοῦ ἕνεκα ὀκνηρίας στερουμένου τῆς ἀναγκαίας τροφῆς) Τρίκκ. Ταυρᾷ ὁ στύλλος ἀναπά, ταυράει ταὶ λιμάγγραν (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κύπρ. ‖Γνωμ. Ὁπ᾿ ἀγαπᾴ τὴν ἀνεπὰ καὶ τὴ δροσοπεζούλλα πολλὰ καλὰ στειρεύγεται ἠ ἔρημή του γούλα Θήρ. Συνών. ἀνάπαμα, ἀναπαμὸς 1, ἀνάπαψι. Ἡ λ. καὶ ὡς παρωνύμ. γυναικὸς Κεφαλλ. β) Ἡσυχία Κρήτ. Πελοπν. (Κορινθ) κ. ἀ.: Φρ. Κάτσε ᾽ς τἠν ἀναπαή σου ἢ ᾽ς τἠν ἀναπαή σου ἢ ᾿ς τἠν ἀνεπαή σου! (κάθισε ἥσυχα!) Κρήτ. Ἀναπαὴ δὲν ἔχει ! (ἐπὶ παιδίου ζωηροῦ καὶ ἀνησύχου) Κορινθ. Συνών. ἀνάπαμα, ἀναπαμός 1 β, ἀνάπαψι. γ) Ἔλλειψις βίας, ἄνεσις Κύπρ.: ’Επῆα μὲ τὸν ἀναπᾶν μου (χωρὶς νὰ βιασθῶ). 2) Μεταφ. στήριγμα Πελοπν. (Τρίκκ.): Τὸν ἔχω ἀναπαὴ ‘ς τὰ γερατε͜ιὰ μου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA