ἀναπαψιˬάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπαψιˬάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀναπαψιˬάρις ἐπίθ. ἀμάρτ. ’νεπαψιˬάρις Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀνάπαψι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ιˬάρις. Τύπ. ἀνεπαψάρις ἐκ τοῦ ἀνεπαψιˬάρις παρὰ Φωσκόλ. Φορτουν. πρόλ. στ. 24 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «τσοὶ ἀνάμελους καὶ τοὺς ὀκνούς κι ὅλους τσοὶ ἀνεπαψάρους».
Σημασιολογία
Ὁ διάγων βιον ἀναπαυτικόν, ἀπράγμονα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA