ἀναπείλημαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναπείλημαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναπείλημαν τό, Λυκ (Λυβίσσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναπειλῶ. Ἡ λ. καὶ μεσν.
Σημασιολογία
᾿Απειλή. Συνών. *ἀναπείλιˬασμα, φοβέρα, φοβέρισμα. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ 1,638 (ἔκδ. RDawkins) «ἔμαθεν τ᾿ ἀναπείλη μα ὅπου ἀναπειλᾶτον ὁ σουρτάνος τὸν ρῆγα. καὶ 144 «Θωρῶντα ὁ ρῆγας τὰ ἀναπειλήματα τοῦ Μέλε Πέχτα τόσον σκλερὰ κττ.»
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA