ἀναπειλῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναπειλῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναπειλῶ ἀμαρτ. ἀναπειλοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) Μέσ. ἀναπ’λε͜ιέμαι Θρᾴκ. (Περίστασ.) ἀναπ’λε͜ιέμι Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀνεπ’λε͜ιέμαι Θρᾴκ. (Μυριόφ. κ. ἀ.) ἀνιπ’λε͜ιέμι Ἴμβρ. Σαμοθρ. ἀνιπ’λᾶμι Λῆμν ᾽νεπ᾿λε͜ιε΄μ᾽ Θρᾴκ (Σαρεκκλ.) ᾿νεπ’λε͜ιοῦμ’ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀναπειλῶ.

Σημασιολογία

᾿Απειλῶ ἔνθ’ ἀν.: Τὴν ἀνεπ’λε͜ιούντανε ὅτι θὰ τὴν δείρουν Μυριοφ ᾿Αναπ᾿λε͜ιούνταν νὰ μὲ δείρ’ Περιστασ. Μὴ μ᾿ ἀνιπλε͜ιέσι, γιˬατὶ δὲ σὶ φουβοῦμι Ἴμβρ. Μὴ μ᾿ ἀνιπ’λᾶσι κι᾽ δὲ σὶ φουβοῦμι Λῆμν. Τί μὲ ᾽νεπ᾿λε͜ιέσαι; Σαρεκκλ. Ἡ δράκαινα ᾿ς τὴν ἀρχὴ μανιˬώθηκε καὶ ΄νεπ΄λήσκε νὰ τὸν φά’ τόν gαλόγηρο (ἐκ παραμυθ.) αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,566 (ἔκδ. RDawkins) «τότε ἐθυμώθη ὁ σὶρ Τιπάτ καὶ πολλὰ ἀναπειλᾶτον τὸν παππᾶν». Συνών. φοβερίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/