γυμνάσιο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυμνάσιο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυμνάσιο τό, λόγ. κοιν. γυμνάσο Πελοπν. (Βερεστ. Βούτσ. Δίβρ. Μαργέλ. κ.ἀ.) γυβνάσιˬο ᾽Ερεικ. Μαθράκ. ᾽Οθων. ἀυμνάσιˬο Χίος (Καρδάμ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. γυμνάσιον.
Σημασιολογία
1) Ἄσκησις σωματική ἢ πνευματική, συνηθέστ. κατὰ πληθ. στρατιωτικαὶ ἀσκήσεις ἢ ἀγωνίσματα κοιν.: Μεγάλα - μικρὰ - νυκτερινὰ - ναυτικὰ - ἀεροναυτικὰ - στρατιωτικὰ γυμνάσια κοιν. ‖ Φρ. Μοῦ κάνει γυμνάσια (μὲ βασανίζει, μὲ κουράζει) ᾽Αθῆν. Γυβνάσιˬα θὰ τοῦ κάνῃ τοῦ παιδιˬοῦ (θὰ τὸ ταλαιπωρὴση) ᾽Ερεικ. ᾽΄Ελα νὰ σοῦ κάνω ἕνα γυμνάσιο (μεταξὺ συμπαικτῶν) Σαλαμ. Συνών φρ. ᾽΄Ελα νὰ σοῦ δώσω ἕνα μάθημα. Θὰ τοῦ κάνω ἕνα γυμνάσιο (θὰ τὸν δείρω πρὸς σωφρονισμόν) Πειρ. Ἄρχισε νὰ μοῦ κάνῃ γυμνάσια (ἔπαυσε νὰ εἶναι εἰλικρινὴς εἰς τὰς σχέσεις μας) ᾽Αθῆν. 2) Σχολεῖον μέσης ἐκπαιδεύσεως συμπληροῦν τὴν ἐγκύκλιον ἐκπαίδευσιν μαθητῶν προοριζομένων δι᾽ ἀνωτέρας σπουδὰς κοιν.: Ἠμερήσιο - νυκτερινό γυμνάσιο. Μαθητὴς - ἀπόφοιτος - καθηγητὴς γυμνασίου. Φέτο βγάζει τὸ παιδί μου γυμνάσιο κοιν. Παστσίζει τὸ παιδί μου νὰ βγάλῃ τὸ γυμνάσιο κοιν. : (παστσίζει = πασκίζει = ἀγωνίζεται) Πελοπν. (Ξεχώρ.) Τ᾽ ἄφησε ᾽ς τὴ μέση τὸ γυμνάσιο Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γυμνάσιˬο Πελοπν. (Λαγκάδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA