γυναικαλᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικαλᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυναικαλᾶς ὁ, Σέριφ. γυναικαλ-λᾶς Λυκ. (Λιβύσσ.) γυνικαλ-λᾶς Λυκ. (Λιβύσσ.).
Ετυμολογία
Πιθανῶς ἐξ ἀμαρτ. οὐσ. γυναικάλα. Ὁ σχηματισμὸς κατ᾿ ἀναλογίαν πρὸς τὸ συνών. γυναικᾶς.
Σημασιολογία
1) Ὁ φιλογύνης Σέριφ. Συνών. βλ. εἰς λ. γυναικάκιˬας 1. 2) Ὁ θηλυδρίας, ὁ ἐκθηλυσμένος Λυκ. (Λιβύσσ.) Συνών. βλ. εἰς λ. γυναικάκιˬας 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA