γυναικίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναικίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γυναικίζω Ἤπ. Μακεδ. (Καστορ. Σαμαρ. Χαλκιδ.) Νίσυρ. Πόντ. (Ἀμισ. Ἀντρέαντ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) - Λεξ. Βάιγ. Πρω. Δημητρ. ᾿υναικίζω Πόντ. (Σταυρ.) ᾿υναιτσίζ-ζω Κάσ. γεναιτίζ-ζω Κῶς κ.ἀ. ᾿νικίζου Θεσς. (Δομοκ.) Παρατ. ἐγυναίκιζ᾿να Πόντ. (Κοτύωρ. Κρώμν. Σάντ. Σταυρ.) Ἀόρ. ἐγυναίισα Πόντ. (Ὄφ.) Ἀπαρ. γυναικίζ᾿ναι Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. γυναικίζω.
Σημασιολογία
1) Φέρομαι ὡς γυνή, μιμοῦμαι τοὺς τρόπους καὶ τὴν ἐμφάνισιν τῶν γυναικῶν ἔχω ἦθος γυναικός, ἐπὶ ἀνδρῶν Θεσσ. (Δομοκ.) Κάσ. Κῶς κ.ἀ. : Κακὰ ποὺ γεναιτσίζ-ζει φτοσιˬά! (πολὺ ποὺ γυναικοφέρνει αὐτὸς ἐδῶ) Κῶς ᾿Υναιτσίζ-ζει τὸ κακόμοιρο, μισοῢναικο εἶν-ναι Κάσ. Δὲν εἶνι καλὰ ᾿ς τοὺν ἄντρα νὰ ᾿νικὶζη Δομοκ. (Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ἀριστοφ., Θεσμ. 268 «ἢ λαλῇς δ᾿ ὅπως τῷ φθέγματι γυναικεῖς εὐ καὶ πιθανῶς»). Συνών. γυναικοφέρνω. β) Μεταμορφοῦμαι εἰς γυναῖκα μεταβάλλων τὴν ἀνδρικὴν ἐμφάνισιν Νὶσυρ. : ᾎσμ. Τὰ γένε͜ια δὲλ λυπᾶται καὶ μbερμbερίζ-ζεται, τὴ νιˬότη δὲλ λυπᾶται καὶ γυναικίζ-ζεται καὶ πιˬάν-νει μαξελ-λάριν gαὶ βάλ-λει το κοιλ-λιˬά, καὶ δυˬὸ χρυσᾶ μανdήλιˬα καὶ βάλ-λει τα βυζ-ζιˬὰ 2) Ἐνεργ. καὶ μέσ., νυμφεύομαι Ἤπ. Μακεδ. (Καστόρ. Σαμαρ. Χαλκιδ.) Πόντ. (Ἀμισ. Ἀντρεάντ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.)- Λεξ. Βάιγ. : Ἐγυναίκισα κ᾿ ἐπῆρα ἕναν ὄμορφον κορίτσ᾿ Τραπ. Ἕναν παλληκάρ᾿ ἐθέλεσεν νὰ ἐγυναίκιζεν κ᾿ ἐπῆεν ἐψαλάφεσεν ἕναν δύο κορίτσιˬα (ἐψαλάφεσεν= ἐψηλάφησεν==ἀνεζήτησε) Χαλδ. Ἀς᾿ τ᾿ἐγυναίκ᾿σεν ὁ παιδᾶς, ἐνέσπαλεν τὴ μεϊχανὲν καὶ τὰ χαρτὶα (ἀφ᾿ ὅτου ἐνυμφεύθη ὁ νέος, ἐλησμόνησε τὸ ταβερνεῖον καὶ τὸ χαρτοπαίγνιον) Οἰν. Ὁ εἵνας ἀδελφὸ μ᾿ ἐγυναίκισεν κιˬ ἄλλος ἔν᾿ ἀγυναίκιστος Κερασ. ᾿Κὶ θέλω νὰ ᾿υναικίζω (δὲν θέλω νὰ νυμφευθῶ) Σταυρ. ᾿Κ᾿ ἐγυναίκ᾿σεν (δὲν ὑπανδρεύθη, ἐπὶ ἀνδρὸς) Ἀντρεάντ. Νικόλας ἐγυναικ᾿σε καὶ πῆρεν τὴν Ἑλένεν Σάντ. ᾿Υναικίζ᾿ δύο φορεῖς (νυμφεύται δύο φοράς) Ἀντρεάντ. || Γνωμ. Ἀπὸ πουρνοῦ π᾿ ἔφαεν καὶ μικρὸς π᾿ ἐγυναίκ᾿σεν, καμμὶαν ᾿κ᾿ ἐκομπῶθεν (ὅποιος ἔφαγε ἀπὸ τὸ πρωὶ καὶ ὅποιος παντρεύτηκε μικρὸς δὲν μετάνοιωσε, ἐπὶ τῶν ἐνεργούντων ἐγκαίρως. Πβ. τὸ «ἢ μικρὸς μικρὸς παντρέψου ἢ τρανὸς καλογερέψου») Σαντ. Χαλδ. Πρῶτον βούκαν π᾿ ἕρπαξεν καὶ μικρὸς π᾿ ἐγυναίκιξεν, καμμίαν ᾿κ᾿ ἐκομπῶθεν (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Κερασ. Μικρὸς π᾿ ἐγυναίκ᾿σεν, καμμίαν ᾿κ᾿ ἐκομπῶθεν (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Κοτύωρ. || Ἄσμ. Ἐγὼ ἀδὰ ᾿ς σὸν κόσμον ἐγυναίκισα κ᾿ ἐπῆρα φραγκοπούλα κ᾿ ἔτον μάγισσα Πόντ. Δὲ σοῦ ᾿λιγα ᾿γώ, γιˬέ μ᾿, δὲ σοῦ παραgιλοῦσα, γιˬέ μου, πᾶρι γυναῖκα, γιˬέ μου, νὰ γυναικίσῃς Καστορ. Γιˬέ μου, γιˬέ μου γυναικίσου, | γιˬέ μου, γιˬέ μου, πᾶρ᾿ γυναῖκα Σαμαρ. Λεμόνι, λειˬμονάκι μου, θέλω νὰ γυναικίσω Ἤπ. β) Μετβ., νυμφεύω τινὰ Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Κρώμν. Ὄφ. Τραπ.): Ἐγυναίκ᾿σα τὸ γιˬό μ᾿ Τραπ. || ᾎσμ. Βάλλω τὰ χέρ μ᾿ ᾿ς σὸν κόλφο μ᾿, κάθουμαι καί νουνίζω, ἐμὲν ἡ μάννα μ᾿ εἶπε με ἐσὲν ᾿κὶ γυναικίζω (νουνίζω=σκέπτομαι) Κρώμν. Συνών. παντρεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA