γυρεμεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυρεμεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γυρεμεύω ἀμάρτ. γυριμεύου Μακεδ. (Κοζ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γύρεμα.
Σημασιολογία
Γυρεύω 6, τὸ ὀπ. βλ. Ἡ λ. εὔχρηστος μόνον εἰς ἄσμ.: Ἔχει τὰ μῆλα ᾿ς τὴν ποδιˬά, τὰ κίτρα ᾿ς τὸ μαντήλι, δυˬὸ μῆλα τὴν γυρέμιψα κιˬ αὐτὴ μοῦ δίνει πέντι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA