γυρευτὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυρευτὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυρευτὴς ὁ, Λῆμν. Πελοπν. (Ἀχαΐα Γορτυν.) - Κ. Παλαμ., Δωδεκαλ. Γύφτ.2, 151 - Λεξ. Βάιγ. Ἠπίτ. γυριφτὴς Λῆμν. γυρεύτρα ἡ, Πελοπν. (Ἀχαΐα) - Κ. Παλαμ., Τρισεύγ., 64.
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. οὐσ. γυρευτής.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀναζητῶν, ὁ περιφερόμενος δι᾿ ἀναζήτησιν Λῆμν. - Λεξ. Βάιγ. Ἠπίτ. 2) Ὁ ζητῶν τι ἀπαιτητικῶς Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ.2, ἔνθ᾿ ἀν.: Μὰ ξημέρωσε καὶ ἡ μέρα, καὶ τῆς μοίρας διαλεχτὸς καβαλλάρης νὰ κιˬ ὁ Ἀδάκρυτος, τῆς Ἀγέλαστης κ᾿ ἐκεῖνος γυρευτὴς γαμπρός. 3) Ὁ ἐπαίτης Πελοπν. (Ἀχαΐα Γορτυν.)-Κ. Παλαμ., Τρισεύγ., 64: Κάθε ζητιˬάνα καὶ κάθε γυρεύτρα καὶ κάθε παμπόνηρη σὲ μυριστήκανε καὶ δὲ σοῦ ἀπολείπουνε Κ. Παλαμ., ἔνθ᾿ ἀν. || Παροιμ. Ἡ ζήτρα δότρα κιˬ ἄν γενῇ, πάλε γυρεύτρα θὰ εἶναι (εἶναι προσωρινὴ ἡ ἀλλαγὴ τῆς ἕξεως) Ἀχαΐα. Συνών. βλ. εἰς λ. γυρευός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA