γυρισόντᾳ-μέρας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυρισόντᾳ-μέρας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Μετοχή
Τυπολογία
γυρισόντᾳ-μέρας Κύπρ. (Γερμασ.) γυρισόντα-μέρα Κύπρ. (Ἀμμόχ. κ.ἀ.) - Γ. Τσόκκ., Πνιγμός, 5 γυρισουτάμερας Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ ἀορ τοῦ ρ. γυρίζω καὶ τοῦ οὐσ. ἡ μέρα.
Σημασιολογία
Τὴν ἑπομένην ἡμέραν, ἐπιρρηματ., ἔνθ᾿ ἀν. : Ἦρτεγ γυρισόντα-μέρας Κύπρ. (Γερμασ.) Γυρισόντα-μέρα ἐπροσκαλέσαν οἱ δράκοι τὸν νιˬόν, γιˬὰ νὰ πᾶσιν εἰς τὸ κυνήιν (ἐκ παραμυθ.) Κύπρ. || Ποίημ. Ἐπιάσαν το ᾿ποὺ τὰ χαμαὶ τσ᾿ ἔσ-σω του τὸν ἐφέραν, ἐνύχτωσεν τ᾿ ἐμείνασιν ὡς γυρισόντα-μέρα Γ. Τσόκκ., ἔνθ᾿ ἀν. Πβ. γυρισημέρα, γυρισηνύχτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA