γυριστράκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυριστράκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυριστράκι τό, ἐνιαχ. ᾿υριστράκι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θηλ. γυρίστρα τοῦ οὐσ. γυριστὴς κατὰ τύπ. ὑποκορ.

Σημασιολογία

Ὁ ἀσκόπως καὶ διαρκῶς περιφερόμενος εἰς τὰς ὁδοὺς ἔνθ᾿ ἀν.: Καῶς τό ᾿υριστράκι μου! Μουρέ, μὰ ὅλη μέρα θὰ ᾿υρι᾿ζῃς μέσ᾿ ᾿ς τὶς ρύμνες Ἀπύρανθ. Πβ. γυριστὴς 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/