γυριστροκαντούνης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυριστροκαντούνης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυριστροκαντούνης ὁ, Ἀθῆν. Πειρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γυριστής, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ γυρὶστρης, καὶ καντούνι.
Σημασιολογία
Ὁ περιφερόμενος ἀσκόπως, ὁ παρακάμπτων τὰς γωνίας τῶν ὁδῶν ἔνθ᾿ ἀν. : Δὲν ἔρχεται καὶ μιˬὰ φορὰ νωρὶς νὰ κοιμηθῇ ὁ γυριστροκαντούνης. Παντρεύτηκε, γιˬατ᾿ ἦταν γυριστροκαντούνα. Ἀπὸ μάννα καὶ πατέρα γυριστροκαντούνηδες, τί παιδιˬὰ θέλεις νὰ ᾿βγοῦν; Συνών. βλ. εἰς λ. γυριστὴς 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA