γυροβολιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυροβολιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Τυπολογία
γυροβολιˬὰ ἡ, πολλαχ. γυροβολέα Πελοπν. (Μαν. Ξεχώρ.) γυροβολία Τσακων. (Χαβουτσ.) γυροβοία Τσακων. (Μέλαν.) γυροβουλιˬά Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) γυρουβουλιˬὰ Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. Πλάκ. Πράμαντ.) Θεσσ. (Ἀϊβάν. Ἀργιθ. Γερακάρ. Δομοκ. Κακοπλεύρ. Κρήν. Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Λῆμν. Μακεδ. (Ἐλάτ.) Στερελλ. (Ἅγιος Κωνσταν. Αἰτωλ. Γραν. Λεβάδ. Σπάρτ. Χρισ.) γυρουβ᾿λιˬὰ Θεσσ. (Κακοπλεύρ. Καλαμπάκ. Ὀξύν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Τριφύλλ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Εὐρυταν.) γυρ᾿βολιˬὰ Ἤπ. (Ραδοβύζ.) γυρ᾿βουλιˬὰ Θεσσ. (Βαθύρρ. Δομοκ. Κακοπλεύρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ. Γραν. Κολάκ. Μύτικ. Ναύπακτ. Περίστ. Σπάρτ. Ὑπάτ. Φθιῶτ. Φωκ.) ᾿ρουβουλιˬὰ Στερελλ. (Ἀράχ.) γ᾿ροβολιˬὰ Ἤπ. (Δίβρ.) γεροβολιˬὰ Ἤπ. (Πρέβ. κ.ἀ.) - Α. Βαλαωρ., Ἔργα 3, 315 γεροβολία Τσακων. (Χαβουτσ.) γεροβολέα Τσακων. (Βάτικ.) κυροβοία Τσακων. (Μέλαν.) κυζοβολία Τσακων. (Μέλαν.)
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. οὐσ. γυροβολιˬά.
Σημασιολογία
1) Ἡ περιόδευσις, ἡ περιφορὰ πολλαχ. : Φέρε μιˬὰ γυροβουλιˬὰ ᾿ς τοὺ παζάρ᾿, μὴν εἶν᾿ οὑ Γιˬώρ᾿ς Στερελ. (Αὶτωλ.) Ἄφ᾿σι τὶς γυρ᾿βουλιˬὲς κὶ μαζώξ᾿ ᾿ς τοὺ σπίτι σ᾿ Στερελλ. (Γραν.) Φέρ᾿ το μιˬὰ γυροβολιˬὰ τ᾿ ἀμπέλι, νὰ δῇς τί γίνεται Πελοπν. (Αἰγιαλ.) || Παροιμ. φρ. Φέρ᾿ γυρουβουλιˬὰ ἡ σκούφιˬα μ᾿ (ἔχω πολλάς φροντίδας) Θεσσ. (Δομοκ.) || ᾎσμ. Τοῦρκοι, Ρωμιˬοὶ τὸ θέριζαν κ᾿ Ἑβραῖοι τ᾿ ἁλωνίζουν κ᾿ ἡ Μάρω μὲ τὴ μάννα της γυροβολιˬὰ τ᾿ ἁλώνι Μακεδ. (Φλόρ.) Συνών. ἀναγυρίδα 1δ, ἀπογυρίδα 2, βόλτα 2, γῦρα 1, γυροβόλι 1, γῦρος 7. β) Ἡ κυκλικὴ στροφή, ἡ περιστροφὴ περὶ ἄξονα Εὔβ. (Λιχὰς κ.ἀ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Ραδοβύζ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Βαθύρρ. Γερακάρ.) Μακεδ. (Βόιον Κοζ.) Πελοπν. (Δίβρ. Κλειτορ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Γραν. Κολάκ. Λεβάδ. Μύτικ. Ναυπακτ. Σπάρτ. Φθιῶτ. Φωκ.) Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.): Μὴ φέρν᾿τι γυρ᾿βουλιˬές, κὶ σᾶς ἔρθῃ σκουτούρα Σπάρτ. Τοὺ τσάμ᾿κου θέ᾿ γυρ᾿βουιˬὲς (τοῦ τσάμ᾿κου= ὁ τσάμικος χορὸς) Φθιῶτ. Θὰ φέρουμ᾿ καμνιˬὰ γυρ᾿βουλιˬά; (θὰ χορέψουμε καθόλου;) Κολάκ. Πᾶμι ᾿ς τοὺ χουρό, νὰ φέρουμ᾿ κανιˬὰ γυρ᾿βουλιˬὰ Φθιῶτ. Φωκ. Σήκ᾿ νὰ φέρουμι νιˬὰ γυρ᾿βουλιˬὰ (νὰ χορέφουμε) Γραν. Κάμι νιˬὰ γυρ᾿βουλιˬὰ νὰ ἰδοῦ τὴ φουστανέλα σ᾿ αὐτόθ. Ἔκανι μιˬὰ γυρ᾿βουλιˬά κ᾿ ἔπισι κάτου Βαθύρρ. Τοὺν ἤφερα μιˬὰ γυρουβουλιˬά, ποὺ τοῦ ᾿ρθι οὑ ᾿ρανὸς σφουντύ᾿ Ζαγορ. Γεροβολέα φέγκα νι (τοῦ ἔκανα μίαν περιστροφὴν γύρω ἀπὸ τὸ ἴδιο του τὸ σῶμα Χαβουτσ. Αὐτάνα (τὰ ἄλογα) γυρίζ᾿νι γυρ᾿βουλιˬὲς ἀπάν᾿ ᾿ς τοὺ σ᾿τάρ᾿ Αἰτωλ. γ) Πορεία μὲ ἑλικοειδεῖς στροφὰς Στερελλ. (Αἰτωλ.) δ) Εἶδος χοροῦ Θεσσ. (Καρδίτσ.) Συνών. πηδηχτός, τσάμικος. 2) Εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν ἁλιέων, κυκλοτερὴς χῶρος, περιπεφραγμένος διὰ καλάμων, ὁ ὁποῖος χρησιμεύει πρὸς ἀπόκλεισιν καὶ ἁλίευσιν τῶν ἰχθύων εἰς τά ἰχθυοτροφεῖα Ἤπ. (Πρέβ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Μεσολόγγ.) - Α. Τραυλαντ., Ἐξαδέλφ., 37: ᾿Σοδεύει ἡ γυροβολιˬὰ Μεσολόγγ. Ἔφαγεν ἕναν κόρακα, σὰν νὰ ᾿ρχόνταν ἀπὸ κλείσιμο γυροβολιˬᾶς Α. Τραυλαντ., ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. γυροβόλι 6. 3) Ὁ φράκτης, τὸ περίφραγμα Θρᾴκ. (Αἶν.) - Α. Βαλαωρ., Ἔργα 2, 223: Ποίημ. Ὅπου ἀπαντήσῃ ριζιμιˬὸ κιˬ ὅπου εὕρῃ χαραμάδα, γενε͜ιάζει ἐκεῖ βαθιˬά, βαθιˬὰ κ᾿ ὑφαίνει τὸν πλοκό του, ἀδιˬάβατη γυροβολιˬά... Α. Βαλαωρ., ἔνθ᾿ ἀν. 4) Ἐπιρρηματικ., πέριξ, κύκλῳ Θεσσ. (Δομοκ. Κακοπλεύρ. Ὀξύν.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Λεβάδ. Μύτικ. Σπάρτ. Φθιῶτ. Φωκ.) : Κάτσι μέσα ᾿ς τὴ μέσ᾿ κι᾿ τὰ γίδιˬα μαζεύ᾿καν γυρ᾿βουλιˬὰ (κάτσι = ἐκάθησε) Φθιῶτ. Εἶνι ἰσάδ᾿ κὶ γυρ᾿βουλιˬὰ β᾿να Κακοπλεύρ. Οὕ᾿ γυρ᾿βουλιˬὰ κι αὐτὸς ᾿ς τ᾿ μέση Δομοκ. Γλέπ᾿ς τὰ χουρτάριˬα πατ᾿με᾿να γυρ᾿βουλιˬὰ Αἰτωλ. Τήρα ᾿κεῖ γυρ᾿βουλιˬὰ ποὺ ᾿ν᾿ ἁρπασμένα τὰ πουρνάριˬα (ἁρπασμένα = καψαλισμένα) αὐτόθ. Τὰ ρίνουμε γυροβολιˬὰ τὰ δεμάτιˬα ᾿ς τ᾿ ἁλώνι Καλάβρυτ. ᾿Δῶ γυρ᾿βουλιˬὰ εἶνι κάνας ὄφ᾿ς; Αἰτωλ. Τοὺ σαγάτσ᾿ ἦταν γυρουβουλιˬὰ κιντημένου (σαγάτσι = γυναικεῖος ἐπενδύτης) Λεβάδ. Γυρ᾿βουλιˬὰ πῆρ᾿ ἡ φουτιˬὰ κὶ μ᾿ ἔκαψ᾿ Ὁξύν. || Φρ. ᾿Ρχόμι γυρ᾿βουλιˬὰ (σκοπεύω) Αἰτωλ. ᾿Ρχέτι γυρ᾿βουλιˬὰ οὑ πατέρας μ᾿ νὰ ᾿γουράσ᾿ ἕνα μπλάρ᾿ αὐτόθ. β) Περιστροφικῶς, στροφηδὸν Ἤπ. (Ἄρτ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ἀϊβάν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Φλόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν. Φθιῶτ. Φωκ. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν.) - Λεξ. Αἰν. Δημητρ.: Ἡ μυῖγα πιτάει γυρουβουλιˬὰ τοὺ κρασὶ Αἰτωλ. Ἡ ἁλ᾿ποῦ ἔψαχνι γυρουβουλιˬὰ τοὺ κάστρου Εὐρυταν. || Φρ. Τοὺν φέρ᾿ γυρουβουλιˬὰ μιˬὰ θέρμη (τὸν περιτρτγυρίζει ἡ ἑλονοσία) Ἀϊβάν. Ν᾿ ἐδεΐτσε κυροβολιˬα τὸ κακίι (τὸ ἔδεσε περιστροφικῶς τὸ καπίστρι) Μέλαν. γ) Περίπου, ὡς ἔγγιστα Στερελλ. (Ἀρτοτ.): Κτίστηκι (ἡ ἐκκλησία) γυρ᾿βουλιˬά ᾿ς τὰ σαράντα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γυροβουλιˬὰ (τμῆμα τῆς λίμνης Ἰωαννίνων) Ἤπ. (Ἰωάνν.) Γεροβολιˬὰ (ὄνομα ὅρμου παρὰ τὰ ἐρείπια τοῦ ἀρχαίου Βουθρωτοῦ) Ἤπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA