γυρολόγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυρολόγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυρολόγος ὁ, σύνηθ. γιˬουρολόγος Ἀθην. (παλαιότ.) γερολόγος Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθράκ. Μακεδ. (Βόιον) Ὀθων. Παξ. γυρολόος Θηρ. Πέλοπν. (Ξεχώρ. κ.ἀ. γυρουλόγους Ἁλόνν. Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Ἤπ. (Ἄγναντ. Κουκούλ. Πλατανοῦσ.) Θεσσ. (Συκαμν.) Μακεδ. (Γηλοφ. Δασοχώρ. Ρουμλ.) Στερελλ. (Ἅγιος Κωνσταντῖν. Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Λεβάδ. Περίστ. Φθιῶτ. Φωκ.) γυρουλόους Θεσσ. (Βαθύρρ.) Μακεδ. (Τρικοκκ.) Στερελλ. (Ἀρτοτ. Ἀχυρ. κ.ἀ.) γυρουλὸς Θεσσ. (Πήλ) ᾿ρολόγος Λευκ. (Φτερν.) Στερελλ. (Δεσφ.) ᾿ρολόος Στερελλ. (Δεσφ. κ.ἀ.) υρολόγος Χίος ᾿υροόος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γῦρος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -λόγος.
Σημασιολογία
1) Ὁ πλανόδιος μικρέμπορος, ὁ πωλῶν κυρίως ψιλικὰ καὶ ὑφάσματα, περιερχόμενος τὰ χωρία καὶ τὰς συνοικίας τῶν πόλεων σύνηθ. : Πέρασε κάνας γυρολόγος τοῦτες τὶς μέρες Πελοπν. (Τριφυλ.) Ἦρθ᾿ οὑ γυρουλόους κὶ θὰ ψουνίσουμι σήμιρα Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἕνας ᾿υροόος εἶν᾿ ἐπὰ καί πουλεῖ χίλιˬα δυˬὸ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἅμα θὰ ρθῇ κάνας γυρουλόγους, θὰ πάρου ἕνα κουϊλούκ᾿ ( = κεφαλομάντηλο) Θεσσ. (Συκαμν.) Τὸ σκιˬάδι ποὺ φορεῖ ὁ Μανοῦσος τό ᾿χει ξαφρισμένο ἀπὸ κανένα γυρολόγο (σκιˬάδι = ψάθινο καπέλο, ξαφρισμένο = κλεμμένο) Μῆλ. || Παροιμ. Τοῦ γυρολόγου ὁ γάιδαρος κουτσός πρέπει νὰ εἶναι (ἐπὶ τῶν βραδέως κινουμένων διὰ τὰς ἐργασίας των γυναικῶν) Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Συνών. γυρατζῆς, γυριστὴς 1β, μεταπράτης, πραματευτής, πραματσούλης, ψιλικατζῆς. 2) Ὁ κρατῶν τὸν πρῶτον χορεύοντα κατὰ τὸν κύκλιον χορὸν Χίος. 3) Ὁ ἔχων ἄστατον χαρακτῆρα Ἤπ. (Θεσπρωτ.) Πελοπν. (Ξηροκ.) 4) Μεταφ., εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν κυνηγῶν, ὁ λαγός ὅταν ἔχῃ πλανηθῆ μακρὰν τῆς φωλεᾶς του ἐνιαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA