γυρολογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυρολογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γυρολογῶ ἐνιαχ. γυρουλουγάου Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἄ.) γυρολοῶ Μύκ. Ρόδ. κ.ἀ. υρολογῶ Χίος (Καρδάμ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυρολόγος.

Σημασιολογία

1) Περιφέρομαι ἀσκόπως καὶ ἀδικαιολογήτως Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Μύκ. : Δὲ bαλουκώνεται μιˬὰ στιγμή· οὕλη μέρα γυρολοᾷ (δὲ bαλουκώνεται = δὲν κάθεται εἰς τὸν τόπον του) Μύκ. Ἄι, ἔλα, κάτσι νὰ φᾶμι, τι᾿ γυρουλουγᾷς τόσην ὥρα; Ἄκρ. Φέει κάθε προυΐ, γυρουλουγάει, γυρουλουγάει κὶ παρ᾿σιˬάζιτι τοὺ μισ᾿μέρ᾿ γιˬὰ φαΐ αὐτόθ. Συνών. χαζολογῶ. 2) Ἐπὶ χορευτῶν, φέρω στροφὰς ἀδεξίως μὴ γνωρίζων χορὸν Χίος (Καρδάμ.): υρολογᾷ λιγάιν. 3) Συλλέγω τοὺς ἐκ τοῦ ἀνέμου πεσόντας πέριξ τῆς ἐλαίας καρποὺς Ρόδ. Συνών. κοκκολογῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/