γυρομαργελώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυρομαργελώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γυρομαργελώνω ἀμάρτ. Μέσ. γυρομαργελώνομαι Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γῦρο καὶ τοῦ ρ. μαργελώνω.

Σημασιολογία

Περιβάλλω τι οἱονεὶ δι᾿ ᾤας, μαργελίου: ᾎσμ. Ὁdὲν ἐκτίστ᾿ ὁ Κιφωτὸς κ᾿ ἐθεμελιˬώθ᾿ ὁ κόσμος κ᾿ ἐγυρομαργελώθηκεν ἡ θάλασσα τὸν ἄμμο Πβ. μαργελώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/