γυροπάσσω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυροπάσσω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γυροπάσσω ἀμάρτ. γυροπάζω Ἀμοργ. Σέριφ. γυροπάντζω Πάτμ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γῦρο καὶ τοῦ ρ. πάσσω.

Σημασιολογία

Ἐπιπάσσω δι᾿ ἅλατος ἢ ἀλεύρου ἢ σακχάρεως κ.τ.τ. τὴν ἐπιφάνειαν τυροῦ, ἄρτου, γλυκύσματος κ.τ.τ. ἔνθ᾿ ἀν. : Γιὰ νὰ γυροπάσῃς τὸ τυρί, γυρίντζεις τὸ τυροβόλι ἄνω - κάτω, γιˬὰ νὰ πέσῃ τὸ τυρὶ μέσα ᾿ς τὴν gάσα τοῦ τυροπασμάτου, ὅπου εἶναι ἁλάτι καὶ γυροπάντζεται τὸ τυρὶ Πάτμ. Τὰ γυροπασμένα τυριˬὰ τὰ βάντζομε πάνω ᾿ς τὴν τάβλα τοῦ τυροκελλιˬοῦ αὐτόθ. Θὰ τὸ τουbάρῃς τὸ τυρικὸ καὶ θὰ τὸ γυροπάσῃς Σέριφ. Συνών. γυροπλάθω. β) Μεταφ., περιφέρομαι πέριξ σημείου τινὸς Ἀμοργ. : Γυροπάζουμε σὰ dοὺς κοράκους.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/