γυροπερίβολο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυροπερίβολο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυροπερίβολο τό, ἐνιαχ. γυροπέρ᾿βολο Κρῆτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γῦρος καὶ περιβόλι.

Σημασιολογία

Ὁ γῦρος, ἡ περιφέρεια, ἡ ἄκρα τοῦ κήπου: ᾎσμ. Ἀπού τὸ γυροπέρ᾿βολο δὲ λείπ᾿ ἡ πρασινάδα καὶ ἀπού τ᾿ ἀχειλάκι σου ἡ ροδοκοκκινάδα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/