γυρόποδας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυρόποδας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυρόποδας ὁ, Κρητ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γῦρος καὶ πόδας.
Σημασιολογία
Τὸ κράσπεδον τοῦ γυναικείου φορέματος ὡς περιβάλλον τοὺς πόδας: Ἡ γλῶσσα τση εἶναι μεγαλύτερη ἀπού τὸ bόι τση κιˬ ἀποῦ τὸ γυρόποδα τοῦ φουστανιˬοῦ τση (ἐπὶ φλυάρου γυναικός). Συνών. βλ. εἰς λ. γυροπόδι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA