γυροτρίγυρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυροτρίγυρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Εππίρημα
Τυπολογία
γυροτρίγυρα ἐπίρρ. Κρήτ. κ.ἀ. - Τραγούδ. Δασκαλογιάνν., 211 γυρουτρίγυρα Στερελλ. (Περίστ. κ.ἀ.) γυροτρόγυρα Σ. Μυριβήλ., Ζωὴ ἐν τάφ., 19.
Ετυμολογία
Ἐκ παραθέσεως τῶν ἐπιρρ. γῦρο καὶ τριγῦρο κατὰ τὰ εἰς -α ἐπιρρ.
Σημασιολογία
1) Πέριξ ἔνθ᾿ ἀν. : Γυροτρίγυρα ἕνας θόρυβος κυμάτιζε χιλιˬόφωνος, πολυσύνθετος Σ. Μυριβήλ., ἔνθ᾿ ἀν. || Ποίημ. Μαυρίζουσι τὰ λιˬόφυτα καὶ οὕλα τὰ χωράφιˬα ἀπὸ τὸ πλῆθος τσῆ Τουρκιˬᾶς κιˬ ἀπὸ τὰ bαϊράκιˬα. ᾿Σ τσὶ Βρύσες γυροτρίγυρα μαυρίζουν σὰν τὰ δάση κιˬ ἀπὸ τρεῖς τόπους ξεκινοῦν εἰς τὰ Σφακιˬὰ νὰ πᾶσι Τραγούδ. Δασκαλογιάνν. ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. ὁλοτρίγυρα. 2) Οὐσ., τὰ πέριξ σημείου τινὸς Κρήτ.: Ὁ λαὸς ποὺ κατοικᾷ ἐκειὰ ᾿ς τὰ γυροτρίγυρα. Πβ. γυρόχωρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA