γυροτριγυρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυροτριγυρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γυροτριγυρίζω Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) Νάξ. κ.ἀ. ᾿υροτριυρίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ.ἀ.) γυροτριγυρνάου Πελοπν. (Γαργαλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γυροτρίγυρα.

Σημασιολογία

1) Περιέρχομαι, περιφέρομαι κύκλῳ ἔνθ᾿ ἀν.: Βγαίνει καὶ γυροτριγυρίζει τὰ βουλίδιˬα τοῦ πύργου (βουλίδιˬα = ἐρείπια· ἐκ παραμυθ.) Νάξ. Εἶdα ᾿υροτριυρίζεις ἐπὰ χάμαι; Εἶdα θές; Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Συνών. γυροφέρνω Β1, τριγυρίζω. 2) Μετβ., περιβάλλω, περικυκλώνω τι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) : ᾎσμ. Σαββάτο τὸ οιˬάσασι κ᾿ ἐμαζωχτήκαν ὅλοι κ᾿ ἐυροτριυρίσανε τὸ ἔρημο προβόλι. (προβόλι = ἀναλημματικὸς τοῖχος).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/