γυφταρε͜ιὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυφταρε͜ιὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυφταρε͜ιὸ τό, Θεσσ. (Πήλ. Τρίκερ.) Θρᾴκ. (Ἀμόρ.) Μακεδ. (Δεσκάτ. Χαλκιδ.) Σάμ. Σίφν. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Φθιῶτ. Φωκ.) γιˬουφταρε͜ιὸ Θάσ. (Θεολόγ. κ.ἀ.) ᾿φταρε͜ιὸ Πάρ. (Λεῦκ.) ᾿υφταρε͜ιὸ Ἰθάκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γύφτος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -αρε͜ιό.
Σημασιολογία
1) Τὸ σιδηρουργεῖον Μακεδ. (Δεσκάτ. Χαλκιδ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. (Λεῦκ.) Σάμ. Σίφν. Συνών. γυφτάδικο, γύφτικο (εἰς λ. γύφτικος Β2), χαλκιˬάδικο 1, χαλκιδε͜ιό. 2) Σύνολον πολλῶν γύφτων Θεσσ. (Τρίκερ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.): Θὰ πᾷς σ᾿ Σαλουνί᾿ νὰ μαζέψ᾿ς οὕλου τοὺ γυφταρε͜ιὸ (ἐκ παραμυθ.) 3) Συνοικία Ἀθιγγάνων, γύφτων Θάσ. (Θεολόγ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Δεσκάτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Φθιῶτ. Φωκ.) 4) Τόπος ἀκάθαρτος Θεσσ. (Πήλ.) Ἰθάκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Φθιῶτ. Φωκ.): Γυφταρε͜ιὸ γίgι τοὺ σπίτ᾿ (γίgι= ἔγινε) Φθιῶτ. Φωκ. ᾿Υφταρειὸ εἶναι τὸ σπίτι του Ἀπύρανθ. Δὲ ᾿σοτροπίζεις αὐτὸ τὸ χαιδομαγερε͜ιὸ ποὺ εἶναι ᾿υφταρε͜ιὸ (᾿σοτροποπίζεις = ἰσοτροπίζεις = τακτοποιεῖς) Ἰθάκ. 3) Ἡ ἐπαιτεία Θρᾴκ. (Ἀμόρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA