γυφτοδουλειˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυφτοδουλειˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γυφτοδουλειˬὰ ἡ, πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ δουλε͜ιά.
Σημασιολογία
Ἡ πλημμελῶς ἐκτελουμένη ἐργασία πολλαχ. : Μὴν τὸν παίρνῃς αὐτόν, δὲν εἶναι μάστορας τῆς προκοπῆς, ὅλο γυφτοδουλε͜ιὲς κάνει Ἀθῆν. Δέ φωνάζω πάλι τὸ Χαρίλαο, γιατὶ θὰ μοῦ κάνῃ πάλι γυφτοδουλε͜ιὰ καὶ σ᾿ ἕνα μῆνα θέλουμε νέα κάνουλα αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA