ἀγαθομαρίˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγαθομαρίˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγαθομαρίˬα ἡ, Σῦρ. Χίος ἀγαθομαριˬὰ Πάρ. Σῦρ. κ.ἀ. ἀγαθουμαριˬὰ Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀγαθὸς καὶ τοῦ κυρίου ὀν. Μαρία.
Σημασιολογία
Ἀπονήρευτος, βλαξ, εὐήθης, ἐπὶ ἀνδρὸς καὶ ἐπὶ γυναικὸς (ἔκ τινος Μαρίας, ἡ ὁποία ἧτο βλάξ) ἔνθ᾿ ἀν.: Αὐτὸς εἶναι μιˬὰ ἀγαθομαριˬά! Σῦρ. Συνών. ἀγαθομαροῦσα, ἀγαθομηλεˬά, κουτομαρία. Πβ. ἀγάθας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA