γυριλάδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυριλάδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυριλάδι τό, ἀμάρτ. γυριλ-λάιν Κύπρ. (Γερμασ. Κυθρ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ούσ. γυριλὶ καὶ τῆς καταλ. -άδι.
Σημασιολογία
1) Πᾶν μικρὸν κυκλικὸν ἄθυρμα Κύπρ. (Γερμασ.) 2) Εἶδος παιδιᾶς, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ παῖδες χαράσσουν κύκλον μικρὸν καὶ ἐντὸς αὐτοῦ εὐθεῖαν γραμμὴν. Ἐπὶ τῆς εὐθείας ταύτης ἕκαστος παίκτης θέτει ἕνα βῶλον. Ἀκολούθως ρίπτει ἕκαστος ἕνα μεγαλύτερον βῶλον εἰς τὴν γραμμὴν διὰ νὰ κρούσῃ καὶ ἐξαγάγῃ ἐκ τοῦ κύκλου τοὺς εἰς σειρὰν κειμένους βώλους, τούς ὁποίους καὶ κερδίζει ἔνθ᾿ ἀν.: Φέρ᾿ τὰ ιριλά σου νὰ παίξουμεγ γυριλ-λάιν (ιριλὰ = βῶλοι) Κύπρ. (Κυθρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA