γυροβόλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυροβόλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυροβόλι τό, Ἤπ. (Ξηροβούν.) - Μποέμ, Ἀγριολούλ., 102 -Λεξ. Ἠπίτ. Αἰν. Πρω. Δημητρ. γυρουβό᾿ Ἤπ. (Δωδών. Ζαγόρ. Κουκούλ. Μέγα Περιστέρ.) Θεσσ. (Ἀργιθ. Βαθύρρ. Κακοπλεύρ. Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Δασοχώρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Γραν. Ναύπακτ.) γυρ᾿βό᾿ Θεσσ. (Βαθύρρ. Μεσοχώρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Γραν. Περίστ.) γυροβολιˬὸ Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 243.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γῦρος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -βόλι, διὰ τὴν ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 242 κεξ.
Σημασιολογία
1) Ἡ περίοδος, ἡ περιφορὰ Θεσσ. (Ἀργιθ. Βαθύρρ. Κακοπλεύρ. Μαυρέλ. Μεσοχώρ. Φωτειν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Δασοχώρ.) Στερελλ. (Γραν. Περίστ.) - Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 243 - Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Κάμε ἕνα γυρουβό᾿ Γραν. Οὕλου γυρ᾿βόλιˬα φκε͜ιά᾿ς, τήρα κὶ τ᾿ δ᾿λε͜ιά σ᾿ αὐτόθ. Συνών. εἰς λ. γυροβολιˬὰ 1. 2) ᾿Επιρρηματ., διά κυκλωτικῆς κινήσεως Στερελλ. (Ναυπακτ. Περίστ.) - Λεξ. Δημητρ.: Πῆραν γυρουβό᾿ οἱ δικοί μας καὶ τοὺς γύρ᾿σαν πίσου Ναυπακτ. Τοὺς ἔκαμαν γυροβόλι καὶ τοὺς ἔπιˬασαν Λεξ. Δημητρ. 3) Ὁ κύκλος Στερελλ. (Αἰτωλ. Γραν.) - Λεξ. Ἠπίτ.: ᾿Λάτι νὰ κάμουμι ἕνα γυρουβό᾿ (περιιστάμενοι νὰ σχηματίσωμεν κύκλον) Γραν. 4) Τμῆμα γῆς ἐξέχον, θεώμενον κύκλῳ Θεσσ. (Ἀργιθ.) 5) Παιδιὰ κατὰ τὴν ὁποίαν οὶ παῖδες στηριζόμενοι ἐπὶ τοῦ ἐνὸς ποδὸς ὠθοῦν διὰ τούτου ἐπίπεδον λιθάριον, τὸ ὁποῖον προσπαθοῦν νὰ εἰσαγάγουν ἐντὸς κοχλιοσχήμου διαγράμματος κεχαραγμένου ἐπὶ τοῦ ἐδάφους Ἤπ. (Κουκούλ.): Παίξαμαν τὰ γυρουβόλιˬα κὶ τ᾿ κέρδισα τ᾿ Θουμᾶ ἱφτὰ κάχτις (= καρύδια) Συνών. ζύμι, καραβάνα, καράβολας, κουτσό, κοχλίας, σαλίγκαρος. 6) Εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν ἁλιέων, περιφερικὸν φράγμα ἐκ καλάμων, χρησιμεῦον πρὸς ἀποκλεισμὸν ἰχθύων Λεξ. Αἰν. Πρω. Δημητρ. Πβ. γυροβολιˬὰ 2, γυροβολίδι. 7) Μάνδρα κυκλικὴ ἐξ άργῶν λίθων χρησιμοποιουμένη ὑπὸ τῶν ποιμένων διὰ νὰ περικλείουν ἐντὸς αὐτῆς τὰ αἰγοπρόβατά των Ἤπ. (Δωδών. Ζαγόρ. Μέγα Περιστέρ.) 8) κυκλικὸν κτίσμα χρησιμοποιούμενον ὡς κατοικία ποιμένων ἢ ὡς ἀποθήκη ἀγροτῶν Ἤπ. (Μέγα Περιστέρ. Ξηροβούν.) 9) Ὁ περίβολος αὐλῆς Στερελλ. (Περίστ.) - Μποέμ, Ἀγριολούλ., 102 : ᾿Σ τοὺ γυρ᾿βό᾿ εἶνι ἀgου᾿σμένους (= καθισμένος) Περίστ. Καθόμαστε μὲ τὸν παππᾶ ᾿ς τὸ γυροβόλι τῆς Παναγίας τῆς Βλαχέραινας Μποέμ, ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA