γυρόλιθον

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυρόλιθον

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυρόλιθον τό, Πόντ. (Τρίπ. Χαλδ.) Πληθ. γυρόλιθα τά, Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.) Γενικ. γυρολίθων Πόντ. (Κοτύωρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γῦρος καὶ λίθος.

Σημασιολογία

Ὁ ἑνικ. γυρόλιθον περιληπτικῶς καὶ πληθ. οἱ πελεκημένοι λίθοι, οἱ ἀποτελοῦντες την κυκλικὴν βάσιν τοῦ φούρνου, ἐπὶ τῶν ὁποίων ἀρχίζει σχηματιζόμενος ὁ θόλος ἔνθ᾿ ἀν. : Τὰ φουρνόλιθα τὰ ἔγκαμε ἄντν ᾿ς σὰ γυρόλιθα κανεῖνταν (αἱ πέτραι τοῦ φούρνου, τὰς ὁποίας ἐφέραμεν, μόλις ἤρκεσαν διὰ γυρόλιθα) Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/