γυροφούστανο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυροφούστανο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυροφούστανο τό, Ἤπ. Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) κ.ἀ. - Ν. Πολίτ., Ἐκλογ. 97 Μ. Λελέκ., Ἐπιδόρπ., 1,73 - Λεξ. Βλαστ. γυρουφούστανου Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. ᾿υροφοὺστανο Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γυροφίστανο Κρήτ. (Πεδιάδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γῦρος καὶ φουστάνι.

Σημασιολογία

1) Τὸ κράσπεδον τῆς γυναικείας ἐσθῆτος ἔνθ᾿ ἀν. : Κουρελιˬασμένα ᾿ν᾿ dὰ ᾿υροφούστανά τζη κ᾿ εὐτεινῆς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || ᾌσμ. Κι ἀκριˬοφύσησε γλυκὸς βοριˬὰς ἀέρας κιˬ ἀντισήκωσε τὸ γυροφούστανό της κιˬ ἀντιφάνηκε τὸ ποδοστράγαλός της (ἀκριοφύσησε = φύσησε ἐλαφρὰ) Ν. Πολίτ., Ἐκλογ., 97. Τὸ κῦμα μέσ᾿ ᾿ς τὴ θάλασσα παίζει μὲ τ᾿ ἀχταπόδι, νά ᾿μουνε ᾿υροφούστανο, νὰ σοῦ χτυπῶ ᾿ς τὸ πόδι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Συνών. ποδόγυρος. 2) Μεταφ., ἡ ἐλευθερίων ἠθῶν γυνὴ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) : Τὰ βγάνει τὸ ᾿υροφούστανο τὰ λεφτά ᾿ς τὴν ᾿Αθήνα τώρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/