ἀγέλαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγέλαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγέλαστος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀγέλαστους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Λέσβ. Μακεδ. (Βέρ.) Σάμ. κ.ἀ. ἀέλαστος Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Σύμ. ἀέλαστους Μακεδ. (Σιάτ.) κ.ἀ. ἀγέλαος Πελοπν. (Καλάβρυτ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀγέλαστος. Τὸ ἀγέλαος ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀγέλαγος.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ γελῶν, σοβαρός, σκυθρωπὸς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἄνθρωπος ἀγέλαστος. Εἶναι μιˬὰ γυναῖκα ἀγέλαστη. Παιδὶ ἀγέλαστο. Πρόσωπο ἀγέλαστο σύνηθ. Ἀέλαστος ἄθρωπος Ὄφ. Ἀέλαστο ἔν᾿ τὸ μωρό μουνα αὐτόθ. Ὅλου εἶν᾿ ἀγέλαστους Ζαγόρ. Πολλὰ ἀγέλαστον κατζὶν ἔσ᾿ Κοτύωρ. Χαλδ. || Φρ. Ἀγέλαστους σὰ dοὺ Λάτζαρου (ἐπὶ τοῦ αἰωνίως σκυθρωποῦ, διότι κατὰ τὴν παράδ. ὁ Λάζαρος κατὰ τὴν δευτέραν περίοδον τοῦ βίου του μετὰ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν δὲν ἐγέλασέ ποτε) Λέσβ. || Παροιμ. Μήτε νύφη ἀγέλαστη μήτε γάμος ἄκλαυτος (ἐπὶ τοῦ κατὰ φύσιν συμβαίνοντος) Πελοπν. (Βασσαρ.) Μάρτι Μούρτ᾿ ἀγέλαστε καὶ ξεροχαχάνιστε (τὸ Μούρτις παρὰ τὸ Μάρτις εἶναι κωμικὸν πλάσμα τοῦ ἰδίου ὀνόματος, τὸ δὲ ξεροχαχάνιστος σημαίνει τὸν ἔχοντα ξηρὸν καὶ ἐπίπλαστον καγχασμόν, γέλωτα. Ἐπὶ τοῦ μηνὸς Μαρτίου, καθ᾿ ὃν ὁ οὐρανὸς εἶναι συνήθως νεφελώδης, παροδικαὶ δὲ καὶ μικρᾶς διαρκείας εἶναι αἱ ἐκλάμψεις τοῦ ἡλίου, ὅστις καὶ φαινόμενος δὲν θερμαίνει ἐπαρκῶς) Κερασ. Ἡ λ. ἐπὶ τῆς σημ. ταύτης ἤδη παρ᾿ Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 794 «ἀγέλαστα πρόσωπα». Ὑπὸ τόν τύπ. Ἀγέλαστος ἐπών. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) Ἀγέλαστος τοπων. Χίος Ἀέλαστος Κάρπ. τοῦ Ἀγελάστου Β. Ἤπ. Ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀγέλαστη ὄν. κύριον (ἡ μία τῶν μοιρῶν) Ἀθῆν. β)Ἐκεῖνος, καθ᾿ ὃν δὲν γελᾷ τις, ὁ μὴ προκαλῶν τὸν γέλωτα, ἐπὶ πραγμάτων καὶ καταστάσεων Ἀθῆν. Ἄνδρ. Βάρν. Ζάκ. Θήρ. Κρήτ. Μακεδ. (Βέρ. Κοζ. Σιάτ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Δημητσάν. Οἰν. κ.ἀ.): Φρ. Τὸ ἀγέλαστο (ἐνν. πήδημα. Ἐν παιδιᾷ καθ᾿ ἥν, κύπτοντος ἕνός, οἱ λοιποὶ παῖκται ὑπερπηδοῦν κατὰ σειρὰν ὑπὲρ αὐτόν· καὶ τὸ μὲν πρῶτον πήδημα λέγεται ἀμίλητο, διότι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ὁμιλοῦν, τὸ δεύτερον ἀγέλαστο, διότι δὲν ἐπιτρέπεται νὰ γελοῦν, καὶ τὸ τρίτον σκοῦφος, διότι ὁ παίκτης, καθ᾿ ἣν στιγμὴν ὑπερπηδᾷ, ἀποθέτει τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς ἐπὶ τῆς ράχεως τοῦ κύπτοντος) Ἄνδρ. Γελᾷ ὁ ζουρλὸς ᾿ς τ᾿ ἀγέλαστο (ἐνν. πρᾶγμα, δηλ. τὸ μὴ προκαλοῦν γέλωτα. Πβ. ἀρχ. «γελᾷ δ᾿ ὁ μῶρος κἄν τι μὴ γελοῖον ᾗ») Βάρν. Γελᾷ ὁ τρελλὸς ᾿ς τ᾿ ἀγέλαστα (ἐνν. πράγματα) Δημητσάν. || Παροιμ. Μήτε γάμος-ἄκλαυτος μήτε λείψανο ἀγέλαστο (ὅτι εἶναι ἀδύνατον ἐξ οἱασδήποτε αἰτίας νὰ μὴ κλαύσῃ τις κατὰ τὸν γάμον ἢ νὰ μὴ γελάσῃ κατὰ τὴν κηδείαν νεκροῦ) Ἀθῆν. Πελοπν. κ.ἀ. Μηδὲ πίκρ᾿ ἀγέλαστη μηδὲ γάμος ἄκλαυτος (ὅτι δὲν ὑπάρχει λύπη, καθ᾿ ἣν νὰ μὴ γελᾷ τις, ὅπως καὶ γάμος, καθ᾿ ὃν νὰ μὴ κλαύσῃ τις. Διὰ τὸ πίκρ᾿ ἀγέλαστη πβ. συνών. φρ. παρ᾿ Αἰσχύλ. Χοηφ. 30 «ἀγελάστοις | ξυμφοραῖς») Κρήτ. γ)Οὐσ. παιδιά, καθ᾿ ἣν οἱ παῖκται προσβλέποντες ἀλλήλους ἁμιλλῶνται μὲν νὰ συγκρατοῦν τὸν ἴδιον γέλωτα, προσπαθοῦν δὲ συγχρόνως διὰ ποικίλων μορφασμῶν νὰ διεγείρουν αὐτὸν ὁ ἕτερος παρὰ τῷ ἑτέρῳ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Παίζομε τὸν ἀγέλαστον Σάντ. Χαλδ. Εὐτάμε τὸν ἀέλαστον (εὐτάμε=κάμνομεν) Τραπ. κ.ἀ. 2)Παθ. ἐκεῖνος ὅστις δὲν γελε͜ιέται, ὁ μὴ ἀπατώμενος Ἤπ. Θήρ. Κεφαλλ. Μακεδ. (Βογατσ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) κ.ἀ. – Λεξ. Περίδ.: Κἀνεὶς δὲν ἔμεινεν ἀγέλαστος Περίδ. || Φρ. Μὰ τὸ Θεὸ τὸν ἀγέλαστο! (ὅρκος) Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA