ἀγήρατος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγήρατος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγήρατος ἐπίθ. Πάρ. (Παροικ.) ἀγήρατους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀγήρατος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ γηράσκων, ὁ πάντοτε νεάζων:Εἶν᾿ ἀγήρατος, δὲ γερνᾷ, ὁ ἴδιˬος εἶναι πάντα Παροικ. Ἀγήρατους μέν᾿ αὐτὸς ἀκόμα Αἰτωλ. Ἀγήρατουν σὶ γλέπου, δὲ γερνᾷς σὺ εὔκολα αὐτόθ. Συνών. ἀγέραστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA