ἀβρόχιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβρόχιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀβρόχιˬα τὰ, Χίος
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμάρτ. οὐδ. ἐπιθ. ἀβρόχι παρὰ τὸ ἄβροχος.Πβ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 168.
Σημασιολογία
Οἱ ἐν καιρῷ ἀνομβρίας σπειρόμενοι δημητριακοὶ καρποί: Ἔχομε σπαρμένα ἀβρόχιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA