ἀβτζόσκυλλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβτζόσκυλλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀβτζόσκυλλος ὁ, ἀμάρτ. ἀβτόκυλλος Πόντ. (Σάντ.) ἀβιτζόσκυλλος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβτζολόγος.

Σημασιολογία

Ἐκ τῆς σημ. τοῦ κυνηγῶ συνεκδ. ἐπιζητῶ τὸν ἔρωτα τῶν γυναικῶν, γυναικοθηρῶ: Πῶς μ᾿ ἀρέσει ν᾿ ἀβιτζολοῶ! ᾿Φτὸς ὅλη μέρα ἀβιτζολοᾷ τσοὶ ᾿υναῖκες. Μούρ᾿ ἔλα μ᾿ ἀβιτζολοημένη τὴν ἔχω ᾿ὼ, μὰ δὲν ἤκαμα δουλε͜ιὰ (ἂν καὶ ἔχω κυνηγήσει αὐτὴν τὴν γυναῖκα, δὲν κατώρθωσα τίποτε). Συνών. κυνηγῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/