ἀγαδικὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγαδικὰ

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

ἀγαδικὰ τά, ἀμάρτ. ἀγαϊκὰ Κάλυμν. ἀγάδικα Μεγίστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγᾶς. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀγαδάκι.

Σημασιολογία

1)Οἱ κύριοι, οἱ οἰκοδεσπόται ἐν σχέσει πρὸς τοὺς ὑπηρέτας Κάλυμν. Συνών. ἀφεντικά. 2)Οἰκογένεια ἀγάδων, γενεὰ ἀρχοντικὴ Μεγίστ.: ᾎσμ. Ἡ κόρη ποῦ σᾶς δίουμεν δὲν εἶναι ἀφ᾿ τὴ στράτα, μόν᾿ εἶναι ἀπ᾿ τ᾿ ἀγάδικα κιˬ ἀποὺ τὰ κουσουλᾶτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/