ἀγαλλία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγαλλία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγαλλία ἡ, Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἀγαλλίγιˬα Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ρ. ἀγαλλιῶ. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. τὸ ὅμοιον ᾿γαναχτία παρὰ τὸ ἀγαναχτῶ, δι᾿ ὃ ἰδ. *ἀγαναχτεˬά.
Σημασιολογία
Ἀγαλλίασις, χαρά, μόνον ἐν συνεκφ. μετὰ τῆς συνων. λ. χαρά.: Φρ. Χαρὰ καὶ ἀγαλλία (ἐπὶ μεγάλης ἀγαλλιάσεως) Κερασ. Τραπ. Χαρὰν καὶ ἀγαλλίαν ἔ᾿ το (ἔχει αὐτὸ, τὸ νομίζει χαρὰν καὶ ἀγ.) Τραπ. Συνών. ἀγαλλίασι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA