ἀγανὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγανὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγανὸς ἐπίθ. σύνηθ. ἀανὸς Κυκλ. ἀνὸς Κυκλ. ἀγανὲ Τσακων. ἄναγους Μακεδ. (Νιγρίτ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀγανὸς σημαῖνον πρᾷος, ἥσυχος. Τὸ ἄναγους ἐκ τοῦ κατὰ μετάθ. ἀναγὸς ἀναβιβασθέντος τοῦ τόνου κατὰ τὸ ἄκακος, ἄτελος κττ.

Σημασιολογία

1)Πρᾷος, ἤπιος, ἐπὶ ἄνθρώπου Σκόπ. Ἡ σημ. ἤδη παρ᾿ Ὁμ. β 230 «ἀγανὸς καὶ ἤπιος ἔστω | σκηπτοῦχος βασιλεύς». 2)Ἄτονος, χαλαρός, ἐκνευρισμένος, ἐπὶ σωματικῆς καταστάσεως Κυκλ. Σάμ. κ.ἀ.: Εἶν᾿ ὁλότελα ἀγανὸς Κυκλ. β)Ἀτροφικός, ἰσχνὸς Στερελλ. (Γραν.): Ἀγανὰ σπαρτά. 3)Ἀραιός, διαφανής, ἐπὶ ὑφασμάτων καὶ πλεκτῶν ἀντικειμένων ἐχόντων ἀραιὰν ὑφὴν ἢ ἐπὶ νεφῶν, ὁμίχλης κττ. σύνηθ. καὶ Τσακων.: Ἀγανὸς χασές. Ἀγανὴ κάλτσα. Ἀγανὸ παννὶ-σεντόνι σύνηθ. Κιλίμ᾿- π᾿κάμσου-σκ᾿τὶ ἀγανὸ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Βιλέντζα ἀγανὴ αὐτόθ. Μιˬὰ μαντήλα εἶχα ᾿ς τοὺ κιφάλι μ᾿ κ᾿ ἰκείν᾿ ἀγανὴ Σκόπ. Ἄναγου παννὶ Νιγρίτ. Ἵε ἀγανὲ (ἱστός, παννὶ) Τσακων. ᾿Σ τὰ δέντρα ἀνάμεσα ἔλαμπε ἀγανὸ καὶ ξεσκισμένο τῆς ἀράχνης τὸ μαγνάδι ΙΒλαχογιάνν. Γῦροι ἀνέμ. 50 (Συνών. ἀνάγλυκος, ἀνάρα͜ιος, ἀρύς, ἀντίθ. κρουστός, πυκνός, σφιχτός). Ἀγανὴ ὁμίχλη Ἤπ. Ἀγανὴ καταχνιˬὰ ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,137. Τὰ βουνὰ γῦρο μαύριζαν ἀνάμεσα ᾿ς τοὶς ἀγανὲς τουλοῦπες τῶν συγνεφιˬῶν Μποὲμ Ζωγραφ. 32. Ἄσπρη κι ἀγανὴ τουλούπα ἀπὸ νεφάκιˬα Μποὲμ Ἀγριολούλ. 86. 4)Ὁ μὴ φυλάττων μυστικά, ἀκριτόμυθος (ἡ μεταφ. ἐξ ἀραιοῦ ὑφάσματος μὴ συγκρατοῦντος ἐντιθέμενον πρᾶγμα, οἷον ἄλευρον κττ.) Σάμ. 5)Ὁ φαινομενικῶς μὲν πλούσιος, πραγματικῶς δὲ πτωχὸς Κυκλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/