ἀγαπητερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγαπητερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγαπητερὸς ἐπίθ. Κάρπ. Κρήτ. κ.ἀ. ἀγαπ᾿τιρὸς Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀγαπητὸς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ερός. Διὰ τὴν παρέκτασιν πβ. τὸ ὅμοιον προθυμερὸς παρὰ τὸ πρόθυμος παρ᾿ Ἐρωτοκρ. Δ στ. 1217 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) Ἡ λ. καὶ παρὰ Γερμ., ὅτι δὲ θὰ ἦτο καὶ παλαιοτέρα δεικνύει τὸ παρ᾿ Ἐρωτοκρ. Ε στ 476 ἐπίρρ. ᾿γαπητερά.
Σημασιολογία
Ἀξιαγάπητος, ἀξιέραστος ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀγαπητερὸς ἄνθρωπος Κάρπ. Ἀγαπητερὴ γυναῖκα-κωπέλλα Κρήτ. Συνών. ἀγαπησιˬάρις 3, ἀγαπήσιμος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA