Objects Κέντρον Ερεύνης Επιστημονικών Όρων και Νεολογισμών

<< 10 10 >>

Total: 11615

frontalier

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

fuel

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

fuel capacity

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

fuel cell

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Ηλεκτροχημική συσκευή η οποία μετατρέπει τη χημική ενέργεια απευθείας σε ηλεκτρισμό.

fuel consumption

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

fuel efficiency

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Ο λόγος της θερμότητας (ενέργειας) η οποία παράγεται από ένα καύσιμο κατά την παραγωγή έργου προς τη διαθέσιμη εσωτερική ενέργεια του καυσίμου.

fuel grade alcohol

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Συνήθως έτσι περιγράφεται η αιθανόλη περιεκτικότητας 160-200 βαθμών.

fuel injection

Ενότητα: Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι
«Τεχνολογίες όπως το ηλεκτρονικό fuel injection είναι σχεδιασμένες για να εξυπηρετούν τον διπλό σκοπό της (ακόμη) γρηγορότερης επιτάχυνσης και της εξοικονόμησης καυσίμων»

fuel oil

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Οποιοδήποτε υγρό προϊόν πετρελαίου το οποίο καίγεται για την παραγωγή θερμότητας ή για την παραγωγή ισχύος σε μια μηχανή.

fuel rate

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Το ποσοστό καυσίμου το οποίο είναι αναγκαίο, για να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια μίας κιλοβατώρας (KWh).

fuel shortage

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

fuel tank

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή
<< 10 10 >>