Objects Κέντρον Ερεύνης Επιστημονικών Όρων και Νεολογισμών

<< 10 10 >>

Total: 11615

thermal mass

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Υλικά που αποθηκεύουν θερμότητα.

thermal resistance

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Η ικανότητα ενός υλικού να αντιστέκεται στη μεταφορά θερμότητας.

thermal storage walls

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Τοίχος θερμοαποθήκευσης είναι ο τοίχος ο στραμμένος προς τον νότο ο οποίος είναι εξωτερικά υαλωμένος. Η ηλιακή θερμότητα προσπίπτει στην υάλωση και απορροφάται από τον τοίχο, ο οποίος μεταδίδει τη θερμότητα στην αίθουσα με την πάροδο του χρόνου. Οι τοίχοι έχουν πάχος τουλάχιστον 20 εκατοστά (cm). Γενικά όσο παχύτερος είναι ο τοίχος, τόσο λιγότερο αυξομειώνεται η εσωτερική θερμοκρασία.

thermochemistry

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

thermocouple

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Συσκευή η οποία αποτελείται από δύο ανόμοιους μεταλλικούς αγωγούς με τα άκρα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Όταν οι δύο επαφές έχουν διαφορετική θερμοκρασία δημιουργείται μικρή τάση.

thermodynamic cycle

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Διαδικασία κατά την οποία ένα υγρό λειτουργίας (νερό, αέρας, αμμωνία, κ.λπ.) μεταβάλλει διαδοχικά την κατάστασή του (από υγρό σε αέριο και ξανά σε υγρό) με σκοπό την παραγωγή ωφέλιμου έργου ή ενέργειας ή τη μεταφορά ενέργειας.

thermography

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Τεχνική ενεργειακού ελέγχου κτηρίων για εντοπισμό περιοχών ελλιπούς μόνωσης στο κέλυφος του κτηρίου με θερμογραφική κάμερα.

thermokinetik fuel equivalent

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

thermopause

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Ανώτερο όριο της θερμόσφαιρας, ευρισκόμενο σε ύψος πάνω από πεντακόσια χιλιόμετρα και χαρακτηριζόμενο από κατακόρυφη βαθμίδα θερμοκρασίας μηδέν.

thermophotovoltaic cell

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Συσκευή με την οποία το φως του ηλίου, συγκεντρωμένο σε έναν απορροφητή, τον θερμαίνει σε υψηλή θερμοκρασία και η θερμική ακτινοβολία, που εκπέμπεται από τον απορροφητή, χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας για μια φωτοβολταϊκή κυψέλη, η οποία είναι σχεδιασμένη να μεγιστοποιεί την αποδοτικότητα μετατροπής στο μήκος κύματος της θερμικής ακτινοβολίας.

thermostat

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Διάταξη η οποία χρησιμοποιείται, για να ελέγχει τις θερμοκρασίες. Ελέγχει τη λειτουργία της θέρμανσης και της ψύξης συσκευών ανοίγοντας ή κλείνοντας το κύκλωμα, όταν επιτυγχάνεται ορισμένη θερμοκρασία.

thermosyphon

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Φυσική, θερμαγωγική κίνηση του αέρα ή του νερού, η οποία οφείλεται σε διαφορές στη θερμοκρασία.
<< 10 10 >>