Objects Κέντρον Ερεύνης Επιστημονικών Όρων και Νεολογισμών

<< 10 10 >>

Total: 11615

commerce associé

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δίκτυο διανομής εμπόρων, οι οποίοι παραμένουν ανεξάρτητοι, προσχωρώντας ταυτόχρονα σε ενώσεις λιανικού εμπορίου ή σε ενώσεις οι οποίες πραγματοποιούν για λογαριασμό τους αγορές και προσφέρουν στους συνεργαζόμενους εμπόρους ορισμένες άλλες υπηρεσίες από κοινού.

commercialisation

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

commission d' engagement

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Προμήθεια η οποία εισπράττεται από κοινοπραξία τραπεζών και επιβάλλεται επί του αχρησιμοποιήτου τμήματος μιας πιστώσεως, το οποίο η κοινοπραξία δεσμεύεται να διατηρήσει στη διάθεση του δανειζομένου. (Τομέας : Χρηματοοικονομικός/Τράπεζες)

commission de chef de file

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Προμήθεια που εισπράττεται από αυτόν που έχει την διαχειριστική διεύθυνση ενός κοινοπρακτικού δανείου. (Τομέας : Χρηματοοικονομικός/Τράπεζες)

commission de garantie

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Προμήθεια την οποία καταβάλλει ο δανειζόμενος σε κοινοπραξία πιστωτικών ιδρυμάτων ή και σε άλλο χρηματοδοτικό οργανισμό, ως αμοιβή τους για την παρεχόμενη εκ μέρους τους εγγύηση καλού τέλους της αναλειφθείσης εργασίας. (Τομέας : Χρηματοοικονομικός/Τράπεζες)

commission de gestion

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Προμήθεια η οποία εισπράττεται ως αμοιβή για την διαχείρηση τίτλων ή κεφαλαίων τρίτων. (Τομέας : Χρηματοοικονομικός/Τράπεζες)

commission de placement

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Προμήθεια η οποία πληρώνεται από τον εκδότη τίτλων σε κοινοπραξία πιστωτικών ιδρυμάτων ή και άλλων χρηματοδοτικών οργανισμών, ως αμοιβή για τη διάθεση και την τοποθέτηση των τίτλων του. (Τομέας : Χρηματοοικονομικός/Τράπεζες)

commission immédiate

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Προμήθεια η οποία πληρώνεται εξ ολοκλήρου από τον δανειζόμενο κατά την υπογραφή της συμβάσεως πιστώσεως ή δανείου στα πιστωτικά ιδρύματα που συμμετέχουν στην παροχή του δανείου. (Τομέας : Χρηματοοικονομικός/Τράπεζες)

commutation

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

compact disc - cd

Ενότητα: Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι
«Ήταν ένα ιστορικό τηλεοπτικό πρώτο πρόγραμμα με συνοδεία στερεοφωνικού ήχου ποιότητας, ανάλογης του Compact Disc που έφτασε στις τηλεοπτικές συσκευές των τριών τετάρτων του πληθυσμού της Βρετανίας»

compact fluorescent

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Λαμπτήρας ο οποίος αποτελείται από έναν σωλήνα γεμάτο με αέριο και ένα μαγνητικό ή ηλεκτρονικό πηνίο. Πρόκειται για μικρότερη έκδοση των συμβατικών λαμπτήρων φθορισμού, η οποία μπορεί άμεσα να αντικαταστήσει τους συμβατικούς λαμπτήρες πυρακτώσεως.

compagnie

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή
<< 10 10 >>