Objects Κέντρον Ερεύνης Επιστημονικών Όρων και Νεολογισμών

<< 10 10 >>

Total: 11615

condensing unit capacity

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Το ψυκτικό αποτέλεσμα το οποίο παράγεται από τη διαφορά της ολικής ενθαλπίας μεταξύ ενός ψυκτικού υγρού, που εξέρχεται από τη μονάδα και της ολικής ενθαλπίας του ψυκτικού ατμού, που εισέρχεται. Μετράται σε ψυκτικούς τόνους ή Btu ανά ώρα (Btu/h).

condition

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

conditionnement

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

conditions privilégiées

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Ευνοϊκοί οικονομικοί όροι συγκρινόμενοι με τους θεωρούμενους ως «συνήθεις» όρους.

conduction

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Η μεταφορά της θερμότητας διά μέσου ενός υλικού με μεταφορά της κινητικής ενέργειας από μόριο σε μόριο η ροή της θερμότητας μεταξύ δύο υλικών διαφορετικής θερμοκρασίας, τα οποία βρίσκονται σε άμεση φυσική επαφή.

conductor

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Το υλικό μέσω του οποίου μεταδίδεται η ηλεκτρική ενέργεια, όπως ένα ηλεκτρικό καλώδιο ή η γραμή μετάδοσης ή διανομής.

conduite ( d' un réacteur)

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Σύνολο των επιχειρήσεων διεύθυνσης και ελέγχου ενός πυρηνικού αντιδραστήρα.

conference

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

configuration

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

configuration de prise de vues

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

configuration des champs de prise de vues

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Γεωμετρική εικόνα των πεδίων λήψεως εικόνων από πολλούς ανιχνευτές. (Τομέας : Ηλεκτρομαγνητική τηλεανίχνευση/Δορυφόρος SPOT)

confinement (pour un plasma)

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Επιχείρηση κατά τη διάρκεια πειραμάτων πυρηνικής τήξης που έχει σαν σκοπό να εμποδίσει με τρόπο αποτελεσματικό και για αρκετά μεγάλη χρονική διάρκεια, τα φορτισμένα σωματίδια του πλάσματος να προσκρούουν στα τοιχώματα του δοχείου μέσα στο οποίο παράγεται το πλάσμα αυτό.
<< 10 10 >>