Thusias heneka kai sunousia. Private religious associations in Hellenistic Athens
Ενότητα:
Μελέτες Ιστορίας Δικαίου
Τίτλος μελέτης
Thusias heneka kai sunousia. Private religious associations in Hellenistic Athens
Γλώσσα: Αγγλικά
Τίτλος εντύπου
Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου
Γλώσσα: Ελληνικά, Νέα (1453-)
Αριθμός τόμου
37, Παράρτημα 4
Είδος εντύπου
Επετηρίδα
Έτος έκδοσης
2003
Περισσότερα...
Συγγραφέας/ Εκδότης
Arnaoutoglou , Ilias N.
Περισσότερα...
Αριθμός σελίδων
231
Γλώσσα
Ελληνικά - Νέα (1453-)
Περίληψη
Η μελέτη ξεκινά με μια σύντομη περιγραφή του εθίμου των Αναστενάρηδων και της χαλαρής οργανωτικής δομής της ομάδας των Αναστενάρηδων. Η υποχρεωτική μετακίνηση των Αναστενάρηδων και η αντιπαράθεση τους με την καθεστηκυία Ορθόδοξη εκκλησία δεν κατάφερε να εξαφανίσει τη γιορτή. Η αντοχή του εορτασμού μέσα σ’ ένα εχθρικό περιβάλλον για δεκαετίες αποτελεί ένα σημαντικό όσο και διδακτικό γεγονός για την ικανότητα λατρειών και εορτασμών να επιβιώνουν κάτω από αντίξοες συνθήκες. Τα λατρευτικά σωματεία μπορούν να μελετηθούν ως τέτοια, δίχως να αγνοείται το γεγονός ότι επιθετικοί προσδιορισμοί, όπως λατρευτικό ή επαγγελματικό, είναι συνήθως τεχνητοί. Οι σύλλογοι οργεώνων, θιασωτών, ερανιστών, Ασκληπιαστών κλπ. μπορούν να θεωρηθούν ως μια ομάδα, με κοινό στοιχείο την έντονη λατρευτική δραστηριότητα, η οποία τους διακρίνει από τις φρατρίες και τις φυλές. Δεν προσπαθώ να εξισώσω ὀργεῶνες, θιαςῶται και ἐρανισταί. Είναι όλα λατρευτικά σωματεία αλλά θα πρέπει να γίνει σεβαστή η ονοματολογική διαφοροποίηση που μαρτυρούν οι πηγές μας. Η επωνυμία τους αποτελεί την έκφραση του αυτοπροσδιορισμού τους ως συλλόγων. Μεθοδολογικά θα περιοριστώ στην εξέταση αποκλειστικώς αθηναϊκών δεδομένων. Τα τιμητικά ψηφίσματα των λατρευτικών συλλόγων μπορεί να είναι ομοιογενή σε μορφή και περιεχόμενο, εντούτοις είναι πλούσια σε αξίες και σύμβολα, όπως αποδεικνύεται από τη μελέτη του Whitehead (1993). II χρήση παραλλήλων θα είναι φειδωλή, θα προσπαθήσω να μην υποκαταστήσω την έλλειψη πληροφοριών με ψήγματα πρακτικών και ρυθμίσεων από άλλα μέρη του ελληνόφωνου κόσμου, εάν δεν υπάρχει χρονολογική ή κάποια άλλη αντιστοιχία. Το τελευταίο μεθοδολογικό σημείο αφορά την αντιμετώπιση των λατρευτικών συλλόγων ως αμιγώς ελληνιστικό φαινόμενο. Είναι αλήθεια ότι τα στοιχεία που μας παρέχει η δραστηριότητα των λατρευτικών συλλόγων χρονολογούνται από τις τελευταίες δεκαετίες του 4oυ αιώνα έως και τα αυτοκρατορικά χρόνια. Το γεγονός, όμως, αυτό δεν αποτελεί ικανή απόδειξη της θέσης ότι τα λατρευτικά σωματεία αποτελούν ίδιον γνώρισμα της ελληνιστικής περιόδου, διότι ο εν γένει όγκος του επιγραφικού υλικού από την Αθήνα χρονολογείται στον 4o και 3o αιώνα. Λατρευτικοί σύλλογοι μπορεί να υπήρχαν διασκορπισμένοι σε ολόκληρη την Αττική, χωρίς ιδιαιτέρως πολύπλοκη οργάνωση, χωρίς ιδιαίτερη επιγραφική δραστηριότητα και να εξαφανίστηκαν δίχως να αφήσουν ίχνη κατά τη διάρκεια ή μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου και την αναστάτωση που προκλήθηκε. Στην παρούσα μελέτη ασχολούμαι με τα κοινωνικά και δικαιϊκά χαρακτηριστικά των λατρευτικών σωματείων της Αθήνας και μόνο. Η μελέτη των σωματείων στο σύνολο του ελληνόφωνου κόσμου της ανατολικής Μεσογείου, κατά το αξιοζήλευτο παράδειγμα των Ziebarth (1896) και Poland (1909), είναι πλέον εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να ολοκληρωθεί από ένα άτομο. Η προσέγγιση διαρθρώνεται σε 4 κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο επανεξετάζονται οι γραμματειακές και επιγραφικές πηγές και προτείνεται α) νέα προσέγγιση στην αξιολόγηση του Φιλοχόρειου αποσπάσματος (FGrHist 328 F35a), β) μια νέα ενδεχόμενη χρονολόγηση για την αποδιδόμενη στο Σάλωνα διάταξη του Πανδέκτη (Dig. 47.22.4), γ) η εννοιολογική διαφοροποίηση των όρων θίασος και θιασώται στα επιγραφικά κείμενα της ελληνιστικής περιόδου, όπου ο όρος θίασος χρησιμοποιείται με φειδώ και σηματοδοτεί τη θρησκευτική κοινότητα, ενώ ο όρος κοινόν θιασωτών, σημαίνει την οργανωμένη λατρευτική κοινότητα, δ) η διάκριση των όρων έρανος και ερανισταί, όπου ο όρος έρανος υποδηλώνει το κοινό ερανιστών μόνο μετά τον 1° αιώνα π.Χ. και τέλος ε) η αυτόνομη αξιολόγηση των σωματείων με επωνυμία που πηγάζει από τη λατρευόμενη θεότητα (Ασκληπιασταί, Αρτεμισιασταί κλπ.). Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζεται η οργάνωση των σωματείων, η παροχή έγκτησης γής, η πιθανότητα δίωξης για ασέβεια μελών ή αξιωματούχων με λατρευτικά καθήκοντα, οι συνελεύσεις των συλλόγων, η οργανωτική δομή με τους αξιωματούχους και το σύστημα απονομής τιμών, όπως αυτά αποκαλύπτονται από το σύνολο των επιγραφικών μαρτυριών. Στο τρίτο κεφάλαιο διερευνώνται τα δικαιϊκά χαρακτηριστικά των λατρευτικών σωματείων ενώ οι κοινωνικές παράμετροι της δραστηριότητας τους εξετάζονται στο τέταρτο κεφάλαιο. Πρώτα απ’ όλα, τα λατρευτικά σωματεία ιδρύονταν με σκοπό να διαρκέσουν στον ιστορικό χρόνο, κυρίως χάρη στην φιλοτιμία των μελών τους. Το οργανωτικό κέντρο των λατρευτικών σωματείων ήταν η λατρεία κάποιας θεότητας, συχνά ξένης, αλλά συνήθως αντίστοιχης με μιά αθηναϊκή. Η οργανωτική δομή αυτών των σωματείων έχει ως πρότυπο την πόλη-κράτος, η οποία αποτελούσε και το όριο στην οργανωτική εμπειρία των Αθηναίων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, αναζητήθηκε μία εξήγηση για την απουσία της έννοιας της νομικής προσωπικότητας, θεμελιώδους έννοιας στη σύγχρονη δογματική, αλλά μάλλον ανύπαρκτης στην αρχαία ελληνική νομική πρακτική. Στην αρχαία Αθήνα της κλασικής και ελληνιστικής περιόδου, η νομική και η πολιτική σφαίρα δεν ήταν αυτονομημένες, οι άρρενες πολίτες είχαν δικαιώματα και υποχρεώσεις μόνον υπό την ιδιότητα τους ως πολίτες. Η νομική προστασία μη-Αθηναίων ήταν μερική και βασιζόταν είτε σε διμερείς συμφωνίες των πόλεων είτε στην παροχή της ιδιότητας του πολίτη. Επομένως, η νομική ικανότητα του υποκειμένου εξαρτιόταν από την ιθαγένεια, το status και το φύλο του. Ένα φυσικό πρόσωπο δεν ήταν απαραίτητα και νομικό πρόσωπο. Έτσι και τα λατρευτικά σωματεία στην Αθήνα θα πρέπει να υποθέσουμε ότι είχαν διαφορετική αντιμετώπιση όταν αποτελούνταν από αθηναίους πολίτες ή τους είχαν παραχωρηθεί διάφορα δικαιώματα από το κυρίαρχο όργανο της πόλης, την εκκλησία του δήμου. Αυτό το συμπέρασμα υπογραμμίζει το συλλογικό παρά τον οργανωμένο νομικό χαρακτήρα των σωματείων. Τα λατρευτικά σωματεία δεν γίνονται αντιληπτά ως κάτι διαφορετικό από το σύνολο των μελών τους. Η χρήση επωνυμίας αντανακλά το παραπάνω συμπέρασμα• όταν τα σωματεία απευθύνονταν στην ευρύτερη κοινωνία της πόλης, χρησιμοποιούσαν επωνυμία με βάση το όνομα κάποιου αξιωματούχου και τον τύπο του σωματείου, δηλ. ο X μετά των οργεώνων. Όταν όμως απευθύνονταν στα μέλη τους, επωνυμία όπως οργεώνες ή θιασώται ήταν αρκετή. Τα λατρευτικά σωματεία υπήρξαν φορείς ευεργετιστικών πρακτικών κυρίως κατά την ύστερη ελληνιστική περίοδο, όταν υπάρχουν μαρτυρίες για επαγγελίες. Τα λατρευτικά σωματεία υπήρξαν το ενδιάμεσο σημείο επαφής των πολιτών μεταξύ της πόλης και της οικογένειας. Για τους ξένους. τα σωματεία αποτελούσαν έναν τόπο συνάντησης, όπου οι δεσμοί με την πατρίδα τους διατηρούνταν ζωντανοί ταυτόχρονα, όμως, μπορούσαν να συνάψουν νέες γνωριμίες, συμμαχίες και επαφές και να μυηθούν στις πολιτικές λειτουργίες της πόλης, από τις οποίες ήταν θεσμικά αποκλεισμένοι. Στα λατρευτικά σωματεία, αλληλεγγύη και κοινωνική διάκριση συνυπήρχαν, φτωχά και πλούσια μέλη μοιράζονταν το κρέας του θύματος. το οποίο μπορεί να είχε αγοραστεί με τα χρήματα των πλουσίων μελών ή από τις συνδρομές όλων των μελών. Η κοινωνική διάκριση θεμελιώνεται στην ικανότητα των ευπόρων μελών να πληρώνουν τα έξοδα κάποιων σωματειακών δραστηριοτήτων. Συχνά αυτή η πρακτική οδηγούσε στην απόδοση αξιωμάτων για αρκετά χρονιά στη σειρά, μέσω της ετήσιας εκλογής στο αξίωμα. Κανείς δεν μπορεί ν’ αμφιβάλλει για τη συμβολική αξία αυτών των αξιωμάτων και την επίδραση τους στο γόητρο των ατόμων, αλλά οι αποστεωμένοι τρόποι εκλογής θυμίζουν την παντοδυναμία της συνέλευσης των μελών. Η ποικιλία των σχέσεων που αναπτύσσονταν ανάμεσα στα μέλη τους ήταν μεγάλη, εκτεινόμενη από βοήθεια και συνδρομή έως και α-συμμετρικές σχέσεις πελατειακού τύπου, αν και τα στοιχεία για το τελευταίο δεν είναι αρκετά. Τα λατρευτικά σωματεία αποτέλεσαν δομές συμμετοχής (ή φαντασιακής συμμετοχής) για ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού της πόλεως, το οποίο ήταν θεσμικά αποκλεισμένο από την διοίκηση των υποθέσεων της πόλης. Αυτό που πρόσφεραν τα λατρευτικά σωματεία στους μη- Αθηναίους -και ως ένα βαθμό στους Αθηναίους κατά την ελληνιστική περίοδο- είναι μία αίσθηση ότι ανήκουν κάπου, όταν οι παραδοσιακοί μηχανισμοί δημιουργίας και διατήρησης μιας ταυτότητας αδυνάτιζαν. Όμως, τα λατρευτικά σωματεία ποτέ δεν αποτέλεσαν ένα πλαίσιο όπου η κοινωνική διαφοροποίηση εξασθενούσε ή καταργήθηκε, αλλά αντιθέτως επέζησε με πιο εκλεπτυσμένες μορφές και μέσω ενός δημοκρατικού-εξισωτικού λόγου. II μελέτη ολοκληρώνεται με δύο παραρτήματα: στο πρώτο συλλέγονται όλες οι επιγραφικές μαρτυρίες περί λατρευτικών συλλόγων στην Αττική ενώ στο δεύτερο καταγράφονται όλα τα άτομα που εμφανίζονται να συμμετέχουν στη σωματειακή ζωή.
Θεματική ενότητα
Δίκαιο της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας-Αστικό δίκαιο-Γενικές Αρχές
Σχόλια
Βλέπε γενικό ευρετήριο σ. 229-231
Λέξεις-κλειδιά, συναφείς ἠ αναφερόμενες νομικές πηγές
Βλέπε τους πίνακες πηγών σ. 223-228
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA