Objets Tous les centres

<< 10 10 >>

Total: 316214

marché à terme

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Αγορά όπου γίνονται συναλλαγές επί χρεωγράφων ή εμπορευμάτων με προκαθοριζόμενη μελλοντική λήξη. (Τομέας : Αγορά κεφαλαίων και εμπορευμάτων)

marché à terme d' instruments financiers

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Προθεσμιακή αγορά κατά την οποία γίνεται διαπραγμάτευση αποκλειστικά και μόνο χρεωγράφων που αντιπροσωπεύουν αξίες ή νομίσματα και έχουν εκδοθεί σε ενοποιημένη μορφή. (Τομέας : Χρηματοοικονομικός/Χρηματιστήριο)

marchéage

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Κατανομή και συντονισμός όλων των εμπορικών πράξεων. (Τομέας : Εμπόριο/Εμπορική εκμετάλλευση)

marge

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Περιθώριο υπολογιζόμενο σε ποσοστιαίες μονάδες, το οποίο είτε προστίθεται σε κάποιο επιτόκιο αναφοράς π.χ. στο υφιστάμενο διατραπεζικό επιτόκιο, είτε σε κάποια τιμή αγοράς και καλύπτει κυρίως την αμοιβή και τον κίνδυνο της δανείστριας τράπεζας. (Τομέας : Χρηματοοικονομικός/Τράπεζες)

marge

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

marge brute d' autofinancement (M.B.A.)

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Το αντίστοιχο του αγγλικού όρου cash-flow, το οποίο συνίσταται στο σύνολο των αποσβέσεων, στο σύνολο ή μέρος των προβλέψεων και στα καθαρά αποτελέσματα μετά την αφαίρεση των φόρων, που αναγράφονται στον ισολογισμό (συνήθως) του τέλους μιας επιχειρηματικής χρήσεως. Το ποσό αυτό εκπροσωπεί την ικανότητα αυτοχρηματοδοτήσεως της επιχείρησης σε δεδομένη στιγμή (προ ενδεχομένης διανομής κερδών). Παλαιότερα χρησιμοποιούσαν τον όρο capacité d' autofinancement («ικανότητα αυτοχρηματοδοτήσεως») ο οποίος όμως δεν υποδηλώνει τον χαρακτήρα των διαθεσίμων περιθωρίων και είναι λιγότερο ακριβής από τον όρο marge brute d' autofinancement («ακαθάριστο αυτοχρηματοδοτήσεως»)....

market (εντολή)

Ενότητα: Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι
«Το πρόβλημα όμως είναι ότι επειδή οι ΑΧΕ δεν μπορούν να εκτελούν συναλλαγές πέρα από ένα όριο οι πελάτες αναγκάζονται να δίνουν ανοιχτές (market) εντολές αγοράς ή πώλησης (σε ποια τιμή θα βρεθεί η μετοχή)...»

marque

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

masculine

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή

masonry

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Τοιχοποιία από υλικά όπως βράχος ή πέτρα.

masonry stove

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Τύπος θερμαντικής συσκευής παρόμοιος με εστία (τζάκι), αλλά πιο αποδοτική και με πιο καθαρή καύση. Είναι φτιαγμένη από λιθοδομή και έχει επιμήκη κανάλια, μέσω των οποίων τα αέρια καύσης μεταφέρουν τη θερμότητά τους στη βαριά μάζα της εστίας, η οποία απελευθερώνει τη θερμότητα αργά στο χώρο. Αποκαλείται συχνά ρωσική ή φιλανδική εστία.

masquage

Ενότητα: Επιστημονική Ορολογία
Δεν υπάρχει περιγραφή
<< 10 10 >>