ouvrir de nouveaux débouchés
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
ouvrir de nouveaux débouchés
to open new markets
to obtain new outlets
Ελληνική απόδοση όρου
διάνοιξη νέων αγορών
Θεματική ενότητα
Οικονομία
Παρατηρήσεις-Σχόλια
βλ. débouché | διέξοδος, αγορά
Τόμος
3-4
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
1990
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA