un excédent considérable des échanges extérieurs
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
un excédent considérable des échanges extérieurs
external surpluses are very large
Ελληνική απόδοση όρου
διόγκωση των πλεονασμάτων των εξωτερικών ανταλλαγών
Θεματική ενότητα
Οικονομία
Παρατηρήσεις-Σχόλια
βλ. échange | ανταλλαγές
Τόμος
3-4
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
1990
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA