factoring (= le recouvrement des créances par des établissements spécialisés)
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
factoring (= le recouvrement des créances par des établissements spécialisés)
recovery of debts by specialized establishments (factoring)
Ελληνική απόδοση όρου
πρακτόρευση για είσπραξη χρεών
Θεματική ενότητα
Οικονομία
Παρατηρήσεις-Σχόλια
βλ. factoring (maintenent: affacturage) | πρακτόρευση
Τόμος
3-4
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
1990
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA