placer des liquidités à l' étranger
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
placer des liquidités à l' étranger
to invest liquid assets abroad
Ελληνική απόδοση όρου
επένδυση ρευστών διαθεσίμων στο εξωτερικό
Θεματική ενότητα
Οικονομία
Παρατηρήσεις-Σχόλια
βλ. placer | τοποθετώ (= επενδύω)
Τόμος
3-4
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
1990
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA