polluant précurseur
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
polluant précurseur
precursor pollutant
Ελληνική απόδοση όρου
ρύπος που με την παρουσία του και με τη συμμετοχή του σε διάφορες χημικές αντιδράσεις συνεισφέρει στο σχηματισμό ενός άλλου ρύπου που έχει νέα χαρακτηριστικά.
Θεματική ενότητα
Όξινη βροχή
Τόμος
7
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2000
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA