cataracte dégénérative
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
cataracte dégénérative
degenerative cataract
Ελληνική απόδοση όρου
εκφυλιστικός καταρράκτης
Περιγραφική ερμηνεία όρου
Αδιαφάνεια ενός φακού φυσιολογικής μεν σύστασης, που έχει όμως χάσει τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά και τη συνήθη λειτουργία του.
Θεματική ενότητα
Όζον
Τόμος
7
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2000
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA