bimetal

Ενότητα:

Επιστημονική Ορολογία

Ξενόγλωσσος όρος

bimetal

Ελληνική απόδοση όρου

διμεταλλικός, -ή, -ό

Περιγραφική ερμηνεία όρου

Δύο μέταλλα με διαφορετικό συντελεστή διαστολής, συγκολλημένα με τέτοιο τρόπο, ώστε το ενιαίο αντικείμενο που προκύπτει να κάμπτεται προς μια κατεύθυνση, όταν θερμαίνεται και προς άλλη, όταν ψύχεται. Μπορεί να χρησιμοποιείται, για να ανοίγει ή να κλείνει ηλεκτρικά κυκλώματα, όπως σε θερμοστάτες.

Θεματική ενότητα

Ενεργειακή Τεχνολογία

Τόμος

11

Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ

2012

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/