charcoal
Ενότητα:
Επιστημονική Ορολογία
Ξενόγλωσσος όρος
charcoal
Ελληνική απόδοση όρου
ξυλάνθρακας
Περιγραφική ερμηνεία όρου
Υλικό το οποίο σχηματίζεται από την ελλιπή καύση ή ανθρακοποίηση οργανικής ύλης σε κλίβανο ή αποστακτήρα και το οποίο έχει πυκνότητα υψηλής ενέργειας, καθώς είναι σχεδόν καθαρός άνθρακας.
Θεματική ενότητα
Ενεργειακή Τεχνολογία
Τόμος
11
Χρονολογία έκδοσης τόμου ΔΕΟΝ
2012
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA